ελαιοαέριο

ελαιοαέριο
Καύσιμο αέριο που λαμβάνεται με πυρόλυση του πετρελαίου στους 700°-900°C (σε ατμοσφαιρική πίεση). Αποτελείται κυρίως από μεθάνιο, αιθυλένιο, ακετυλένιο, βενζόλιο και άλλα ανώτερα ομόλογα και έχει μεγάλη θερμαντική και φωτιστική δύναμη (9.000-13.000 Kcal/m³).
* * *
το
καύσιμο αέριο που λαμβάνεται από την πυρόλυση τού πετρελαίου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ελαιαέριο — το χημ. το ελαιοαέριο φωτιστικό αέριο που παράγεται με απόσταξη ελαιωδών ουσιών (φυτικών ή ορυκτών ελαίων) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”